- ασυνήθιστα
- 1) extraordinarily2) unusually
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
πυρετώδης — ες / πυρετώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πυρετός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετώδη ῥίγεα», Ιπποκρ.) 2. φλεγμονώδης 3. αυτός που υπόκειται σε πυρετό («πυρετώδης κύστις», Ιπποκρ.) 4. αυτός που βρίσκεται σε πυρετικό παροξυσμό νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
έκτοπος — ἔκτοπος, ον (AM) I. 1. απομακρυσμένος από έναν τόπο 2. ξένος, αλλοδαπός 3. ασυνήθιστος, έκτακτος, παράλογος, παράδοξος, άτοπος 4. (για πρόσ.) ιδιότροπος, παράξενος, εκκεντρικός, ο εκτός τόπου 5. «ἔκτοπον ἔξοδον» (Ησύχ.) II. επίρρ. ἐκτόπως… … Dictionary of Greek
έξαλλος — η, ο (AM ἔξαλλος, ον) ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένως νεοελλ. 1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρός («έξαλλος από χαρά, από θυμό») 2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο… … Dictionary of Greek
αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… … Dictionary of Greek
βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… … Dictionary of Greek
ετεροίος — ἑτεροῑος, οία, ον (ΑΜ) (Α και επικ. τύπος ἑτεροίϊος, ηΐη, ον) μσν. διαφοροποιημένος («ἑτεροῑος κόσμος», Δαμασκ.) αρχ. 1. αυτός που είναι διαφορετικής φύσεως ή είδους 2. ασυνήθιστος, παράδοξος 3. διαφορετικός απ αυτό που έπρεπε να είναι. επίρρ...… … Dictionary of Greek
ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… … Dictionary of Greek
καινοτόμος — ο (Α καινοτόμος, ον) 1. αυτός που κάνει νέα, ασυνήθιστα πράγματα, που εισάγει καινοτομίες, ο ανανεωτής, ο νεωτεριστής («οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον», Αριστοτ.) 2. αυτός που δημιουργεί νέα κατάσταση, ανατρέποντας την… … Dictionary of Greek
καινουργώ — και καινουργώνω και καινουργιώνω (AM καινουργῶ, έω, Μ και καινουργώνω και καινουργιώνω) [καινουργός] 1. κατασκευάζω κάτι εκ νέου 2. επιχειρώ, αρχίζω ή σχεδιάζω κάτι καινούργιο («ἢν τύχωσι περὶ τὴν ἡμέρην ταύτην τι κεκαι νουργηκότες», Ιπποκρ.)… … Dictionary of Greek
καινότροπος — η, ο (AM καινότροπος, ον) αυτός που έχει νέο, ασυνήθιστο, παράδοξο τρόπο, ασυνήθιστος, αλλόκοτος («τραγῳδία... καινότροπος», Ευστ.). επίρρ... καινοτρόπως και α (Μ καινοτρόπως) με νέο, ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθιστα, παράδοξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + … Dictionary of Greek
καρστ — (Karst). Περιοχή των ανατολικών Άλπεων, που εκτείνεται σχεδόν ολόκληρη στη Σλοβενία, ενώ ένα μικρό τμήμα της βρίσκεται στην Ιταλία. Το Κ. ορίζεται Α από τους ποταμούς Βιπάκο (Βιπάβα) και Τιμάβο (Ρέκα), ενώ φτάνει στα Δ έως τη νοητή ευθεία που… … Dictionary of Greek